ἀκέντριστος — stingless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέντριστος — η, ο (Α ἀκέντριστος, ον) [κεντρίζω] 1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα) 2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο 3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί … Dictionary of Greek
ἀκεντρίστους — ἀκέντριστος stingless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκεντρος — η, ο (Α ἄκεντρος, ον) αυτός που δεν έχει κεντρί «κηφῆνας... ἀκέντρους» (Πλάτ. Πολιτ. 552c), ή κόκορας που δεν έχει πλήκτρο στο πόδι (Αθήν. 655e), ή θάμνος που δεν έχει αγκάθια (Φίλων 2, 91), ή άλογο που δεν αισθάνεται το τρύπημα τού σπιρουνιού… … Dictionary of Greek
ακέντρωτος — η, ο [κεντρωτός] 1. αυτός που δεν τόν έχουν κεντρίσει, δεν τόν έχουν τρυπήσει με κεντρί 2. ο ακέντριστος, ο αμπόλιαστος … Dictionary of Greek
ακέντητος — η, ο 1. αυτός που δεν κεντήθηκε με κεντρί, ακέντριστος: Απορούσε που οι μέλισσες τον είχαν αφήσει ακέντητο. 2. αυτός που δεν είναι στολισμένος με κεντήματα: Και ακέντητο το φόρεμα ήταν ωραίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)